- αιθύλιο
- Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3-CH2-, που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3- CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3-ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων, δημιουργείται ως εξαιρετικά βραχύβιο σώμα κατά τη θερμική διάσπαση του τετρααιθυλομολύβδου και μετατρέπεται στη συνέχεια σε αιθάνιο, αιθυλένιο και βουτάνιο.
θειικόα. (C2H5ΟSΟ2ΟH). Παχύρευστο και υγροσκοπικό υγρό, ευδιάλυτο στο νερό, το οινόπνευμα και τον αιθέρα. Παρασκευάζεται με την επίδραση θειικού οξέος στην αιθυλική αλκοόλη. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αιθυλίωση (βλ. λ.).
ιωδοξικόα. (CH2ICOOC2H5). Υγρό, με σημείο ζέσεως 180°C, που ο ατμός του ερεθίζει έντονα τα μάτια. Χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
νιτρικόα. νιτρικός αιθυλεστέρας (C2H5-NΟ3). Εύφλεκτο υγρό, ειδικού βάρους 1,116 και με σημείο ζέσεως 87,5°C. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή χρωμάτων, αρωμάτων κ.ά.
νιτρώδεςα. νιτρώδης αιθυλεστέρας (C2Η5Ο-NO). Άχρωμο και πτητικό υγρό με οσμή φρούτων, δυσδιάλυτο στο νερό, και με σημείο ζέσεως 17°C. Παρασκευάζεται με απόσταξη νιτρώδους νατρίου με αλκοόλη και θειικό οξύ. Χρησιμοποιείται στην ιατρική ως διουρητικό και αντισπασμωδικό.
οξικόα. οξικός αιθυλεστέρας. Εστέρας που παρασκευάζεται με απόσταξη μείγματος αλκοόλης και πυκνού οξικού οξέος.
αιθυλιούχο υγρό. Διάλυμα που αποτελείται κυρίως από τετρααιθυλομόλυβδο Pb(C2H5)2 (50-60%) μαζί με αιθυλένιο και διβρωμομεθάνιο (C2H4Br2). Είναι ελαιώδες υγρό με οσμή φρούτων. Είναι εξαιρετικά τοξικό και χρησιμοποιείται ως αντικροτικό (antiknock) στα καύσιμα των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων.
* * *το Χημ.μονοσθενής οργανική ρίζα που ανήκει στα αλκύλια και έχει χημικό τύπο CH3CH2-.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethyl, ελληνογενές < eth- (< αἰθὴρ) + -yl (< ὕλη)].
Dictionary of Greek. 2013.